- εικοσαπλασιάζω
- μετ. увеличивать в двадцать раз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εικοσαπλασιάζω — πολλαπλασιάζω επί είκοσι … Dictionary of Greek
εικοσαπλασιάζω — εικοσαπλασίασα, εικοσαπλασιάστηκα, εικοσαπλασιασμένος, μτβ., κάνω κάτι εικοσαπλάσιο, το πολλαπλασιάζω επί είκοσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)